- τιμονεύω
- Ν [τιμόνι]1. (κυρίως στον Ερωτόκρ.) χειρίζομαι το τιμόνι, πηδαλιουχώ2. μτφ. α) καθοδηγώβ) διακυβερνώ με ιδιαίτερη φροντίδα και επιτυχία, ιδίως σε περιπτώσεις οικονομικών ή άλλων δυσχερειών, κουμαντάρω («νοικοκυρά πρεπούμενη ξέρει και τιμονεύει», παροιμ. φρ.).
Dictionary of Greek. 2013.